σοκακάς

σοκακάς
ο , σοκακού η
1) безработный, -ая; 2) бездельни|к, -ца; 3) гулящая (о женщине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σοκακάς" в других словарях:

  • σοκακάς — ο, θηλ. σοκακού, Ν αυτός που γυρίζει στα σοκάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοκάκι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σοκακάς — ο θηλ. σοκακού και σοκακιάρα (λ. τουρκ.), αυτός που γυρίζει στα σοκάκια: Αυτή η σοκακού δε συμμαζεύεται στο σπίτι της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοκακιάρης — ο, θηλ. σοκακιάρα, Ν αυτός που γυρίζει στους δρόμους, σοκακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοκάκι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αλαν ιάρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»